↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγγειοτενσίνη οι αγγειοτενσίνες
      γενική της αγγειοτενσίνης των αγγειοτενσινών
    αιτιατική την αγγειοτενσίνη τις αγγειοτενσίνες
     κλητική αγγειοτενσίνη αγγειοτενσίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αγγειοτενσίνη < (λόγιο δάνειο) αγγλική angiotensin + ή από τη γαλλική angiotensine, με πρόθημα (αγγείο) αγγειο- + tens- (hyper)tens(ion) (υπέρταση) + κατάληξη -ίνη. (Χρειάζεται έλεγχο) Συγκρίνετε με τον τύπο αγγειοτασίνη.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aŋ.ɟi.o.tenˈsi.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγ‐γει‐ο‐τεν‐σί‐νη

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αγγειοτενσίνη θηλυκό

  • (βιοχημεία) πρωτεΐνη που βρίσκεται στο πλάσμα του αίματος που προκαλεί αύξηση της πίεσης όταν υπερβαίνει ένα όριο
    ※  Οταν η συγκέντρωση της αγγειοτενσίνης στον οργανισμό ξεπεράσει ένα όριο, η συνεχής αγγειοσυστολή προκαλεί αύξηση της αρτηριακής πίεσης και όλοι γνωρίζουμε πως η υπέρταση είναι ένας σιωπηλός δολοφόνος, αφού αποτελεί την αρχή για τη στεφανιαία νόσο…
    Ιωάννα Σουφλέρη, Ερχονται τα «έξυπνα» φάρμακα, Το Βήμα 24 Νοεμβρίου 2008

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία