↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το επινεφρίδιο τα επινεφρίδια
      γενική του επινεφρίδιου των επινεφρίδιων
    αιτιατική το επινεφρίδιο τα επινεφρίδια
     κλητική επινεφρίδιο επινεφρίδια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
επινεφρίδια

  Ετυμολογία

επεξεργασία
επινεφρίδιο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου επινεφρίδιος < αρχαία ελληνική ἐπινεφρίδιος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

επινεφρίδιο ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία