επινεφρίδιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- επινεφρίδιος < αρχαία ελληνική ἐπινεφρίδιος
Επίθετο
επεξεργασία
επινεφρίδιος
- (ανατομία) που βρίσκεται πάνω από το νεφρό
- (ουσιαστικοποιημένο) επινεφρίδιο