Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επινεφρίδιος η επινεφρίδια το επινεφρίδιο
      γενική του επινεφρίδιου της επινεφρίδιας του επινεφρίδιου
    αιτιατική τον επινεφρίδιο την επινεφρίδια το επινεφρίδιο
     κλητική επινεφρίδιε επινεφρίδια επινεφρίδιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επινεφρίδιοι οι επινεφρίδιες τα επινεφρίδια
      γενική των επινεφρίδιων των επινεφρίδιων των επινεφρίδιων
    αιτιατική τους επινεφρίδιους τις επινεφρίδιες τα επινεφρίδια
     κλητική επινεφρίδιοι επινεφρίδιες επινεφρίδια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

επινεφρίδιος < αρχαία ελληνική ἐπινεφρίδιος

  Επίθετο επεξεργασία

επινεφρίδιος

  1. (ανατομία) που βρίσκεται πάνω από το νεφρό
  2. (ουσιαστικοποιημένο) επινεφρίδιο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία