Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγγειοτασίνη οι αγγειοτασίνες
      γενική της αγγειοτασίνης των αγγειοτασινών
    αιτιατική την αγγειοτασίνη τις αγγειοτασίνες
     κλητική αγγειοτασίνη αγγειοτασίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγγειοτασίνη < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική angiotensin ή από τη γαλλική angiotensine + . Μορφολογικά αναλύεται σε (αγγείο) αγγειο- + τασ- (τάση, τείνω) + κατάληξη -ίνη. (Χρειάζεται έλεγχο) Συγκρίνετε με τον τύπο αγγειοτενσίνη.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aŋ.ɟi.o.taˈsi.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγ‐γει‐ο‐τα‐σί‐νη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αγγειοτασίνη θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία