Δείτε επίσης: ἀγγειολογία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγγειολογία οι αγγειολογίες
      γενική της αγγειολογίας των αγγειολογιών
    αιτιατική την αγγειολογία τις αγγειολογίες
     κλητική αγγειολογία αγγειολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αγγειολογία < (όρος αρχαιολογίας) < αγγειο- + -λογία[1]
(ιατρικός όρος) < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀγγειολογία, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική angiologie[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aŋ.ɟi.o.loˈʝi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγ‐γει‐ο‐λο‐γί‐α

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αγγειολογία θηλυκό

  1. (αρχαιολογία) κλάδος της αρχαιολογίας που ασχολείται με τη μελέτη των αγγείων
  2. (ιατρική) κλάδος της ανατομίας που ασχολείται με τις παθήσεις των αρτηριών, των φλεβών και των λεμφαγγείων
    ⮡ κλινική αγγειολογία, πανελλήνιο συνέδριο αγγειολογίας

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  • αγγειολογίαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)