αγγειολόγος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αγγειολόγος < αγγειο-λογ(ία) + -ος. Αναλύεται σε αγγειο- + -λόγος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αγγειολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- (ιατρική, επάγγελμα) γιατρός ειδικευμένος στην αγγειολογία
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αγγειολόγος