angiologia
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
angiologia | angiologie |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαangiologia (it) θηλυκό
- (ιατρική) η αγγειολογία
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aŋ.ɡjɔˈlɔ.ɡja/
- ⓘ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαangiologia (pl) θηλυκό
- (ιατρική) η αγγειολογία
Πορτογαλικά (pt)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɐ̃.ʒi.o.loˈʒi.ɐ/ (Βραζιλία)
- ΔΦΑ : /ɐ̃.ʒju.luˈʒi.ɐ/ (Πορτογαλία)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαangiologia (pt) θηλυκό
- (ιατρική) η αγγειολογία
Φινλανδικά (fi)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈɑŋːioloɡiɑ/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαangiologia (fi)
- (ιατρική) η αγγειολογία