ενικός         πληθυντικός  
angiologie angiologies

  Ετυμολογία

επεξεργασία
angiologie < angio- + -logie

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

angiologie (fr) θηλυκό



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

angiologie (ro) θηλυκό