αγγειοκινητικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίααγγειοκινητικός, -ή, -ό
- (ανατομία) που ρυθμίζει τη διάμετρο των αιμοφόρων αγγείων, όπως λ.χ. συγκεκριμένα νεύρα· αυτός που σχετίζεται με τις συσπάσεις αγγείων
- ↪ αγγειοκινητικά νεύρα / συμπτώματα
Μεταφράσεις
επεξεργασία αγγειοκινητικός
|