αγγειοκινητικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αγγειοκινητικός < (μεταφραστικό δάνειο) διεθνής ορολογία vasomotion, vasomotor. Μορφολογικά αναλύεται σε αγγειο- + κινητικός.[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aŋ.ɟi.o.ci.ni.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αγ‐γει‐ο‐κι‐νη‐τι‐κός
Επίθετο
επεξεργασίααγγειοκινητικός, -ή, -ό
- (ιατρική) που προκαλεί ή αναφέρεται στην κίνηση των αιμοφόρων αγγείων
- ※ Αν το παιδί ζει σε περιβάλλον με καπνιστές, πίνει γάλα με το μπιμπερό ξαπλωμένο, δεν φυσάει τη μύτη του, έχει αλλεργική ή αγγειοκινητική ρινίτιδα, οι πιθανότητες για την εμφάνιση ωτίτιδας αυξάνονται.
- Ο πόνος της ωτίτιδας, Το Βήμα, 6 Μαρτίου 2012
- ※ Αν το παιδί ζει σε περιβάλλον με καπνιστές, πίνει γάλα με το μπιμπερό ξαπλωμένο, δεν φυσάει τη μύτη του, έχει αλλεργική ή αγγειοκινητική ρινίτιδα, οι πιθανότητες για την εμφάνιση ωτίτιδας αυξάνονται.
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αγγειοκινητικός
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αγγειοκινητικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- αγγειοκινητικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)