↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγγειοκινητικός η αγγειοκινητική το αγγειοκινητικό
      γενική του αγγειοκινητικού της αγγειοκινητικής του αγγειοκινητικού
    αιτιατική τον αγγειοκινητικό την αγγειοκινητική το αγγειοκινητικό
     κλητική αγγειοκινητικέ αγγειοκινητική αγγειοκινητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγγειοκινητικοί οι αγγειοκινητικές τα αγγειοκινητικά
      γενική των αγγειοκινητικών των αγγειοκινητικών των αγγειοκινητικών
    αιτιατική τους αγγειοκινητικούς τις αγγειοκινητικές τα αγγειοκινητικά
     κλητική αγγειοκινητικοί αγγειοκινητικές αγγειοκινητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αγγειοκινητικός < (μεταφραστικό δάνειο) διεθνής ορολογία vasomotion, vasomotor. Μορφολογικά αναλύεται σε αγγειο- + κινητικός.[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aŋ.ɟi.o.ci.ni.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγ‐γει‐ο‐κι‐νη‐τι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

αγγειοκινητικός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία