αγγειοσκόπιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αγγειοσκόπιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική angioscope.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε αγγειο- + -σκόπιο.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aŋ.ɟi.oˈsko.pi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αγ‐γει‐ο‐σκό‐πι‐ο
Ουσιαστικό
επεξεργασίααγγειοσκόπιο ουδέτερο
- (ιατρική) ειδική συσκευή - μικροσκόπιο με το οποίο επιχειρείται η αγγειοσκόπηση
Μεταφράσεις
επεξεργασία αγγειοσκόπιο
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αγγειοσκόπιο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)