μικροσκόπιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μικροσκόπιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική microscope < μικρός + σκοπέω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμικροσκόπιο ουδέτερο
- όργανο με φακό που χρησιμοποιείται για την οπτική εξέταση πολύ μικρών αντικειμένων· μεγεθύνει το είδωλο του αντικειμένου ώστε οι λεπτομέρειές του να γίνονται αντιληπτές με το μάτι
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- με το/στο μικροσκόπιο: με/σε εξονυχιστικό έλεγχο