Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αγγειοσάρκωμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
αγγειοσάρκωμα
τα
αγγειοσαρκώμα
τ
α
γενική
του
αγγειοσαρκώμα
τ
ος
των
αγγειοσαρκωμά
τ
ων
αιτιατική
το
αγγειοσάρκωμα
τα
αγγειοσαρκώμα
τ
α
κλητική
αγγειοσάρκωμα
αγγειοσαρκώμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αγγειοσάρκωμα
<
αγγείον
+
σάρκωμα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αγγειοσάρκωμα
ουδέτερο
(
ιατρική
)
κακοήθης
όγκος
στα
αγγεία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αγγειοσάρκωμα
αγγλικά
:
angiosarcoma
(en)