↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αγγειοσάρκωμα τα αγγειοσαρκώματα
      γενική του αγγειοσαρκώματος των αγγειοσαρκωμάτων
    αιτιατική το αγγειοσάρκωμα τα αγγειοσαρκώματα
     κλητική αγγειοσάρκωμα αγγειοσαρκώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αγγειοσάρκωμα < (λόγιο δάνειο) αγγλική angiosarcoma.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε αγγειο- + σάρκωμα.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aŋ.ɟi.oˈsaɾ.ko.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγ‐γει‐ο‐σάρ‐κω‐μα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αγγειοσάρκωμα ουδέτερο

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. αγγειοσάρκωμαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)