vaisseau
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
vaisseau | vaisseaux |
vaisseau (fr) αρσενικό
- το αγγείο
- vaisseau sanguin - αιμοφόρο αγγείο
- το σκάφος
- vaisseau spatial - διαστημόπλοιο
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
vaisseau | vaisseaux |
vaisseau (fr) αρσενικό