αγγειοοίδημα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αγγειοοίδημα < (λόγιο δάνειο) αγγλική angioedema.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε αγγειο- + οίδημα.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aŋ.ɟi.oˈi.ði.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αγ‐γει‐ο‐οί‐δη‐μα
Ουσιαστικό
επεξεργασίααγγειοοίδημα ουδέτερο
- (ιατρική) το αγγειονευρωτικό οίδημα
- Μία από τις σπάνιες παθήσεις είναι και το κληρονομικό αγγειοοίδημα. Με τον όρο αγγειοοίδημα ονομάζουμε την αιφνίδια και βραχείας διάρκειας διόγκωση του δέρματος και των βλεννογόνων. Το κληρονομικό αγγειοοίδημα αποτελεί μια σπάνια γενετική διαταραχή, η οποία εκτιμάται ότι προσβάλλει 10.000 - 50.000 άτομα στην Ευρώπη, μεταξύ των οποίων και 120 - 200 Έλληνες. (*)
Ταυτόσημο
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αγγειοοίδημα
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αγγειοοίδημα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)