αγγειονευρωτικό οίδημα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αγγειονευρωτικό οίδημα < → δείτε τις λέξεις αγγειονευρωτικός και οίδημα• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίααγγειονευρωτικό οίδημα ουδέτερο
- (ιατρική) αλλεργική αντίδραση που προκαλεί ανώδυνο πρήξιμο στο δέρμα ή στους βλεννογόνους
- ※ Ο 7χρονος γιος του ζευγαριού, Χρήστος, πάσχει από αγγειονευρωτικό οίδημα του λάρυγγα, με αποτέλεσμα να χρειάζεται να έχει πάντα μαζί του, σε περίπτωση κρίσης, σύριγγα με ισχυρή αντιφλεγμονώδη φαρμακευτική ουσία.
- BBC: «Πεθαίνοντας για βοήθεια» στην Ελλάδα, Το Βήμα, 10 Ιουλίου 2013
- ※ Ο 7χρονος γιος του ζευγαριού, Χρήστος, πάσχει από αγγειονευρωτικό οίδημα του λάρυγγα, με αποτέλεσμα να χρειάζεται να έχει πάντα μαζί του, σε περίπτωση κρίσης, σύριγγα με ισχυρή αντιφλεγμονώδη φαρμακευτική ουσία.
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αγγειονευρωτικό οίδημα
Πηγές
επεξεργασία- αγγειονευρωτικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)