angioedema
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
angioedema | angioedemas |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˌænd͡ʒiəʊ.ɪˈdiːmə/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαangioedema (en)
- (ιατρική) το αγγειοοίδημα
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /an.d͡ʒo.eˈdɛ.ma/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαangioedema (it) αρσενικό
- (ιατρική) το αγγειοοίδημα
Πηγές
επεξεργασία- angioedema - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).
Πορτογαλικά (pt)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɐ̃.ʒi.o.eˈdẽ.mɐ/ (Βραζιλία)
- ΔΦΑ : /ɐ̃.ʒju.ɨˈde.mɐ/ (Πορτογαλία)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαangioedema (pt) αρσενικό
- (ιατρική) το αγγειοοίδημα