αγγειοδυσπλασία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααγγειοδυσπλασία θηλυκό
- (ιατρική) αγγειακή δυσπλασία ή γενικότερα βλάβη του γαστρεντερικού συστήματος, που ευθύνεται για απώλεια αίματος ή για αναιμία
Μεταφράσεις
επεξεργασία αγγειοδυσπλασία