Ετυμολογία

επεξεργασία
συγχύζομαι < παθητική φωνή του ρήματος συγχύζω < σύγχυση < αρχαία ελληνική σύγχυσις < συγχέω

συγχύζομαι, πρτ.: συγχυζόμουν(α), στ.μέλλ.: θα συγχυστώ, αόρ.: συγχύστηκα, μτχ.π.π.: συγχυσμένος

  1. ταράζομαι τόσο πολύ που τα χάνω, νιώθω σύγχυση, με συγχύζει κάποιος ή κάτι
    Δεν φαντάζεσαι πόσο συγχύστηκα χτες το βράδυ που έμαθα ότι ο γαμπρός μας χαστούκισε την κόρη μας

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία