συγχύζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συγχύζομαι < παθητική φωνή του ρήματος συγχύζω < σύγχυση < αρχαία ελληνική σύγχυσις < συγχέω
Ρήμα
επεξεργασίασυγχύζομαι, πρτ.: συγχυζόμουν(α), στ.μέλλ.: θα συγχυστώ, αόρ.: συγχύστηκα, μτχ.π.π.: συγχυσμένος
- ταράζομαι τόσο πολύ που τα χάνω, νιώθω σύγχυση, με συγχύζει κάποιος ή κάτι
- Δεν φαντάζεσαι πόσο συγχύστηκα χτες το βράδυ που έμαθα ότι ο γαμπρός μας χαστούκισε την κόρη μας
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία συγχύζομαι
|