χύνεται αίμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Έκφραση
επεξεργασία
χύνεται αίμα
- (κυριολεκτικά, μεταφορικά) σκοτώνεται ή τραυματίζεται κάποιος, προκαλείται αιματοχυσία
- ⮡ Στο τριήμερο του Αγίου Πνεύματος χύθηκε άφθονο αίμα στην έξοδο των εκδρομέων από την Αθήνα.
- ⮡ Μετά το τέλος της ποδοσφαιρικής αναμέτρησης χύθηκε αίμα.
Συνώνυμα
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
χύνεται αίμα
|
Πηγές
επεξεργασία
- αίμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αίμα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- αίμα - Κάτος, Γιώργος Β. (2016) Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής μας γλώσσας. Θεσσαλονίκη. online στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας (ΚΕΓ,1-2)