σημαντήρ
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | σημαντήρ | οἱ | σημαντῆρες |
γενική | τοῦ | σημαντῆρος | τῶν | σημαντήρων |
δοτική | τῷ | σημαντῆρῐ | τοῖς | σημαντῆρσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸν | σημαντῆρᾰ | τοὺς | σημαντῆρᾰς |
κλητική ὦ! | σημαντήρ | σημαντῆρες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σημαντῆρε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | σημαντήροιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'κλητήρ' όπως «κλητήρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Πηγές επεξεργασία
- σημαντήρ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.