↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παρασημαντικός η παρασημαντική το παρασημαντικό
      γενική του παρασημαντικού της παρασημαντικής του παρασημαντικού
    αιτιατική τον παρασημαντικό την παρασημαντική το παρασημαντικό
     κλητική παρασημαντικέ παρασημαντική παρασημαντικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παρασημαντικοί οι παρασημαντικές τα παρασημαντικά
      γενική των παρασημαντικών των παρασημαντικών των παρασημαντικών
    αιτιατική τους παρασημαντικούς τις παρασημαντικές τα παρασημαντικά
     κλητική παρασημαντικοί παρασημαντικές παρασημαντικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παρασημαντικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή παρασημαντικός. Συγχρονικά αναλύεται σε παρα- + σημαντικός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

παρασημαντικός αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη σημαίνω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική παρασημαντικός παρασημαντική τὸ παρασημαντικόν
      γενική τοῦ παρασημαντικοῦ τῆς παρασημαντικῆς τοῦ παρασημαντικοῦ
      δοτική τῷ παρασημαντικ τῇ παρασημαντικ τῷ παρασημαντικ
    αιτιατική τὸν παρασημαντικόν τὴν παρασημαντικήν τὸ παρασημαντικόν
     κλητική ! παρασημαντικέ παρασημαντική παρασημαντικόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ παρασημαντικοί αἱ παρασημαντικαί τὰ παρασημαντικᾰ́
      γενική τῶν παρασημαντικῶν τῶν παρασημαντικῶν τῶν παρασημαντικῶν
      δοτική τοῖς παρασημαντικοῖς ταῖς παρασημαντικαῖς τοῖς παρασημαντικοῖς
    αιτιατική τοὺς παρασημαντικούς τὰς παρασημαντικᾱ́ς τὰ παρασημαντικᾰ́
     κλητική ! παρασημαντικοί παρασημαντικαί παρασημαντικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ παρασημαντικώ τὼ παρασημαντικᾱ́ τὼ παρασημαντικώ
      γεν-δοτ τοῖν παρασημαντικοῖν τοῖν παρασημαντικαῖν τοῖν παρασημαντικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παρασημαντικός < παρασημαίνομαι, παρασημαν- + -τικός. Αναλύεται σε παρα- + σημαντικός

  Επίθετο

επεξεργασία

παρασημαντικός, -ή, -όν (ελληνιστική κοινή)

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις παρασημαίνομαι και σημαίνω