παρασήμανση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παρασήμανση | οι | παρασημάνσεις |
γενική | της | παρασήμανσης* | των | παρασημάνσεων |
αιτιατική | την | παρασήμανση | τις | παρασημάνσεις |
κλητική | παρασήμανση | παρασημάνσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, παρασημάνσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- παρασήμανση < ελληνιστική κοινή παρασήμανσις < αρχαία ελληνική παρασημαίνω < παρά + σημαίνω
Ουσιαστικό επεξεργασία
παρασήμανση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του παρασημαίνω
- συμβολισμός
- παραποίηση, παραχάραξη
- (βυζαντινή μουσική) η καταγραφή με σύστημα βυζαντινής ή άλλης παρασημαντικής
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις παρασημαίνω, παρά, σημαίνω και σήμα
Μεταφράσεις επεξεργασία
παρασήμανση
|