Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολυπληθής η πολυπληθής το πολυπληθές
      γενική του πολυπληθούς* της πολυπληθούς του πολυπληθούς
    αιτιατική τον πολυπληθή την πολυπληθή το πολυπληθές
     κλητική πολυπληθή(ς) πολυπληθής πολυπληθές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολυπληθείς οι πολυπληθείς τα πολυπληθή
      γενική των πολυπληθών των πολυπληθών των πολυπληθών
    αιτιατική τους πολυπληθείς τις πολυπληθείς τα πολυπληθή
     κλητική πολυπληθείς πολυπληθείς πολυπληθή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολυπληθής < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πολυπληθής[1]

  Επίθετο επεξεργασία

πολυπληθής, -ής, -ές

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία