Δείτε επίσης: παραφουσκώνω

Ετυμολογία

επεξεργασία

πολυφουσκώνω< μετριαστικό, αρνητικό πολυ- + φουσκώνω

πολυφουσκώνω, αόρ.: πολυφούσκωσα, μτχ.π.π.: πολυφουσκωμένος, χωρίς παθητική φωνή

  • (προφορικό) φουσκώνω αρκετά
    — Μη μου πολυφουσκώσεις τις βάτες στους ώμους όταν ράψεις το φόρεμα!
    — Δεν το πολυφούσκωσα το μαλλί σας, κυρία μου, γιατί δεν είναι πια στη μόδα.