Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μετριαστικός η μετριαστική το μετριαστικό
      γενική του μετριαστικού της μετριαστικής του μετριαστικού
    αιτιατική τον μετριαστικό τη μετριαστική το μετριαστικό
     κλητική μετριαστικέ μετριαστική μετριαστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μετριαστικοί οι μετριαστικές τα μετριαστικά
      γενική των μετριαστικών των μετριαστικών των μετριαστικών
    αιτιατική τους μετριαστικούς τις μετριαστικές τα μετριαστικά
     κλητική μετριαστικοί μετριαστικές μετριαστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μετριαστικός < μεσαιωνική ελληνική μετριαστικός < μετριάζω < αρχαία ελληνική μετριάζω < μέτρον

  Επίθετο επεξεργασία

μετριαστικός

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία