μετριασμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μετριασμός αρσενικό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του μετριάζω
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μετριασμός
μετριασμός αρσενικό