tempering
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
tempering (en)
- μετριασμός
- (μουσική) συγκερασμός
- ≈ συνώνυμα: temperament (πιο συνηθισμένο)
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
tempering (en)
tempering (en)
tempering (en)