ενικός         πληθυντικός  
temper tempers

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

temper (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) ο χαρακτήρας ενός ατόμου που θυμώνει πολύ εύκολα
    ⮡  I have a violent temper.
    Έχω βίαιο χαρακτήρα.
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) μια σύντομη περίοδος όπου είμαι πολύ θυμωμένος
    ⮡  I am in a temper.
    Έχω τις κακές μου.
  3. η διάθεση
    ⮡  I’m in a good/bad temper.
    Είμαι σε καλή/κακή διάθεση.
  4. (στα επίθετα, -tempered) με διάθεση
    ⮡  bad-tempered - κακοδιάθετος
    ⮡  good-tempered - καλοδιάθετος

Εκφράσεις

επεξεργασία