ανακουφιστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανακουφιστικός < ανακουφίζω + -τικός
Επίθετο
επεξεργασίαανακουφιστικός, -ή, -ό
- που παρέχει ή προκαλεί ανακούφιση
- (αρχιτεκτονική) που συμβάλλει στη σωστή κατανομή των βαρών μιας κατασκευής και την ενισχύει
- Το γεφύρι αποτελείται από τέσσερις μεγάλες καμάρες και τρεις μικρότερες. Οι καμάρες έχουν διαφορετικές μεταξύ τους διαμέτρους, που του προσδίδουν μια γοητευτική ασυμμετρία. Οι καμάρες στηρίζονται πάνω σε ποδαρικά. Πάνω από τα ποδαρικά υπάρχουν μικρά τοξωτά ανοίγματα στους τοίχους, που ελαφρύνουν το βάρος του γεφυριού και λειτουργούν ως ανακουφιστικές οπές, που επιτρέπουν τη διέλευση από μέσα τους μεγάλης ποσότητας νερού, σε περίπτωση υπερεκχείλισης του ποταμού. (*)