Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανακουφιστικός η ανακουφιστική το ανακουφιστικό
      γενική του ανακουφιστικού της ανακουφιστικής του ανακουφιστικού
    αιτιατική τον ανακουφιστικό την ανακουφιστική το ανακουφιστικό
     κλητική ανακουφιστικέ ανακουφιστική ανακουφιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανακουφιστικοί οι ανακουφιστικές τα ανακουφιστικά
      γενική των ανακουφιστικών των ανακουφιστικών των ανακουφιστικών
    αιτιατική τους ανακουφιστικούς τις ανακουφιστικές τα ανακουφιστικά
     κλητική ανακουφιστικοί ανακουφιστικές ανακουφιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανακουφιστικός < ανακουφίζω + -τικός

  Επίθετο επεξεργασία

ανακουφιστικός, -ή, -ό

  1. που παρέχει ή προκαλεί ανακούφιση
  2. (αρχιτεκτονική) που συμβάλλει στη σωστή κατανομή των βαρών μιας κατασκευής και την ενισχύει
    Το γεφύρι αποτελείται από τέσσερις μεγάλες καμάρες και τρεις μικρότερες. Οι καμάρες έχουν διαφορετικές μεταξύ τους διαμέτρους, που του προσδίδουν μια γοητευτική ασυμμετρία. Οι καμάρες στηρίζονται πάνω σε ποδαρικά. Πάνω από τα ποδαρικά υπάρχουν μικρά τοξωτά ανοίγματα στους τοίχους, που ελαφρύνουν το βάρος του γεφυριού και λειτουργούν ως ανακουφιστικές οπές, που επιτρέπουν τη διέλευση από μέσα τους μεγάλης ποσότητας νερού, σε περίπτωση υπερεκχείλισης του ποταμού. (*)

  Μεταφράσεις επεξεργασία