Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κύμανση οι κυμάνσεις
      γενική της κύμανσης* των κυμάνσεων
    αιτιατική την κύμανση τις κυμάνσεις
     κλητική κύμανση κυμάνσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κυμάνσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κύμανση < αρχαία ελληνική κύμανσις ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική fluctuation[1])

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κύμανση θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη κύμα

  Μεταφράσεις επεξεργασία