↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κύμανσῐς αἱ κυμάνσεις
      γενική τῆς κυμάνσεως τῶν κυμάνσεων
      δοτική τῇ κυμάνσει ταῖς κυμάνσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν κύμανσῐν τὰς κυμάνσεις
     κλητική ! κύμανσῐ κυμάνσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κυμάνσει
γεν-δοτ τοῖν  κυμανσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κύμανσις < κυμαίνω, κυμαν- + -σις < κῦμα
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: κύμανση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κύμανσις, -εως θηλυκό