Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διακύμανσις < ελληνιστική κοινή διακυμαίνω (σηκώνω κύματα), θέμα διακυμαν- + -σις → δείτε και τη λέξη διακύμανση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διακύμανσις θηλυκό