• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

ονοματισμένος

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Μετοχή
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

πτώση ενικός
ονομαστική ονοματισμένος ονοματισμένη ονοματισμένο
γενική ονοματισμένου ονοματισμένης ονοματισμένου
αιτιατική ονοματισμένο ονοματισμένη ονοματισμένο
κλητική ονοματισμένε ονοματισμένη ονοματισμένο
πτώση πληθυντικός
ονομαστική ονοματισμένοι ονοματισμένες ονοματισμένα
γενική ονοματισμένων ονοματισμένων ονοματισμένων
αιτιατική ονοματισμένους ονοματισμένες ονοματισμένα
κλητική ονοματισμένοι ονοματισμένες ονοματισμένα

  Ετυμολογία Επεξεργασία

ονοματισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ονοματίζω

  ΜετοχήΕπεξεργασία

ονοματισμένος, -η, -ο

  • → δείτε τη λέξη ονοματίζω

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    ονοματισμένος
  • αγγλικά : named (en)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ονοματισμένος&oldid=4727918"
Τελευταία επεξεργασία στις 16 Αυγούστου 2020, στις 10:46

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 16 Αυγούστου 2020, στις 10:46.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie