Ετυμολογία

επεξεργασία
δεσμευμένη μεταβλητή < → δείτε τις λέξεις δεσμευμένος και μεταβλητή, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική bound variable

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

δεσμευμένη μεταβλητή

Αντώνυμα

επεξεργασία

Υπερώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία