bound variable
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
bound variable | bound variables |
bound variable (en)
Αντώνυμα
επεξεργασίαΥπερώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- bound variable στην αγγλική Βικιπαίδεια