Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

δέσμευση μεταβλητής < → δείτε τις λέξεις δέσμευση και μεταβλητή < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική variable binding

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

δέσμευση μεταβλητής

  Μεταφράσεις επεξεργασία