παραθετικά
θετικός privately
συγκριτικός more privately
υπερθετικός most privately

  Ετυμολογία

επεξεργασία
privately < private + -ly

  Επίρρημα

επεξεργασία

privately (en)

  1. ιδιωτικός, με τρόπο που δεν είναι υπό τον έλεγχο του κράτους
    ⮡  a privately-owned garden/driveway/garage - ιδιωτικός κήπος/δρόμος/γκαράζ
     συνώνυμα: independently
     αντώνυμα: publicly
  2. ιδιαιτέρως, με μυστικό τρόπο που εμπλέκει ένα συγκεκριμένο άτομο ή ομάδα ανθρώπων και όχι ανθρώπους γενικά
    ⮡  I want us to talk privately.
    Θέλω να τα πούμε ιδιαιτέρως.
  3. κρυφά, στις προσωπικές σκέψεις κάποιου· με τρόπο που δεν είναι γνωστός στο κοινό
    ⮡  I know that privately you hope that I am wrong.
    Γνωρίζω ότι κρυφά ελπίζετε ότι θα κάνω λάθος.