privately
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | privately |
συγκριτικός | more privately |
υπερθετικός | most privately |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαprivately (en)
- ιδιωτικός, με τρόπο που δεν είναι υπό τον έλεγχο του κράτους
- ⮡ a privately-owned garden/driveway/garage - ιδιωτικός κήπος/δρόμος/γκαράζ
- ≈ συνώνυμα: independently
- ≠ αντώνυμα: publicly
- ιδιαιτέρως, με μυστικό τρόπο που εμπλέκει ένα συγκεκριμένο άτομο ή ομάδα ανθρώπων και όχι ανθρώπους γενικά
- ⮡ I want us to talk privately.
- Θέλω να τα πούμε ιδιαιτέρως.
- ⮡ I want us to talk privately.
- κρυφά, στις προσωπικές σκέψεις κάποιου· με τρόπο που δεν είναι γνωστός στο κοινό
- ⮡ I know that privately you hope that I am wrong.
- Γνωρίζω ότι κρυφά ελπίζετε ότι θα κάνω λάθος.
- ⮡ I know that privately you hope that I am wrong.