ιδιαιτέρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ιδιαιτέρα | οι | ιδιαίτερες |
γενική | της | ιδιαιτέρας | των | ιδιαιτέρων |
αιτιατική | την | ιδιαιτέρα | τις | ιδιαίτερες |
κλητική | ιδιαιτέρα | ιδιαίτερες | ||
Δημοφιλής και ο ανορθόδοξος πληθυντικός οι ιδιαιτέρες. | ||||
Κατηγορία όπως «ιδιαιτέρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ιδιαιτέρα < (λόγιο) ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου ιδιαίτερος. Εννοείται το θηλυκό ουσιαστικό γραμματεύς / γραμματέας
Ουσιαστικό
επεξεργασίαιδιαιτέρα θηλυκό
- η προσωπική γραμματέας ή βοηθός
- αρσενικό: ο ιδιαίτερος γραμματέας
Μεταφράσεις
επεξεργασία ιδιαιτέρα
|