↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική γραμματεύς οἱ γραμματεῖς - γραμματῆς*
      γενική τοῦ γραμματέως τῶν γραμματέων
      δοτική τῷ γραμματεῖ τοῖς γραμματεῦσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν γραμματέ τοὺς γραμματέᾱς
     κλητική ! γραμματεῦ γραμματεῖς - γραμματῆς*
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  γραμματ1 ή γραμματεῖ2
γεν-δοτ τοῖν  γραμματέοιν
* αττικός τύπος
1 όπως στη Γραμματική του Smyth
2 όπως στη Γραμματική Γυμνασίου-Λυκείου Οικονόμου.
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'βασιλεύς' όπως «βασιλεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γραμματεύς < λείπει η ετυμολογία
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: γραμματέας, (καθαρεύουσα) γραμματεύς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γραμματεύς αρσενικό ή θηλυκό

  • άτομο που καταγράφει σε επίσημους καταλόγους