ιδιάζων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ιδιάζων | η | ιδιάζουσα | το | ιδιάζον |
γενική | του | ιδιάζοντος & ιδιάζοντα1 |
της | ιδιάζουσας & ιδιαζούσης* |
του | ιδιάζοντος |
αιτιατική | τον | ιδιάζοντα | την | ιδιάζουσα | το | ιδιάζον |
κλητική | ιδιάζων | ιδιάζουσα | ιδιάζον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ιδιάζοντες | οι | ιδιάζουσες | τα | ιδιάζοντα |
γενική | των | ιδιαζόντων | των | ιδιαζουσών | των | ιδιαζόντων |
αιτιατική | τους | ιδιάζοντες | τις | ιδιάζουσες | τα | ιδιάζοντα |
κλητική | ιδιάζοντες | ιδιάζουσες | ιδιάζοντα | |||
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον 1 νεότερος τύπος * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «απάδων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ιδιάζων < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἰδιάζων, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ἰδιάζω[1] < ἴδιος
Μετοχή
επεξεργασίαιδιάζων, -ουσα, -ον
- (λόγιο) που έχει εντελώς ιδιαίτερα, μοναδικά χαρακτηριστικά ή ένα χαρακτηριστικό σε εξαιρετικά μεγάλο βαθμό
- ⮡ ιδιάζουσα συμπεριφορά
- ⮡ συγγραφέας με ιδιάζουσα γραφή
- ⮡ ιδιάζουσα περίπτωση
- ⮡ ιδιάζοντα χαρακτηριστικά
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ιδιάζων
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ιδιάζων - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας