χωριστός
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | χωριστός | η | χωριστή | το | χωριστό |
γενική | του | χωριστού | της | χωριστής | του | χωριστού |
αιτιατική | τον | χωριστό | τη | χωριστή | το | χωριστό |
κλητική | χωριστέ | χωριστή | χωριστό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | χωριστοί | οι | χωριστές | τα | χωριστά |
γενική | των | χωριστών | των | χωριστών | των | χωριστών |
αιτιατική | τους | χωριστούς | τις | χωριστές | τα | χωριστά |
κλητική | χωριστοί | χωριστές | χωριστά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- χωριστός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική χωριστός < χωρίζω < χωρίς
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /xo.ɾiˈstos/ αρσενικό
ΕπίθετοΕπεξεργασία
χωριστός, -ή, -ό
- που έχει αποκοπεί ή αυτονομηθεί από ένα μεγαλύτερο σύνολο ή μια ομάδα
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- για να δείξει την απομόνωση ή την αυτονομία ενός χώρου από τους άλλους ή μιας λειτουργίας από τις υπόλοιπες
- έχει χωριστό δωμάτιο πια από την αδελφή του
- η συσκευή διαθέτει δύο χωριστούς διακόπτες λειτουργίας για τον ιονιστή και ...
- είναι πια χωριστός δήμος, δεν υπάγεται στης Αθήνας
- κόψ' το σε χωριστές μερίδες να φτάσει για όλους
- για το δικό σας ηλεκτρικό ρεύμα θα εκδοθεί χωριστός λογαριασμός από τη ΔΕΗ μόνον αν βάλετε δικό σας "ρολόι"
- στα μεγάλα σχολεία γίνεται χωριστός προαυλισμός, σε διαφορετικές ώρες
- υπάρχει χωριστή και κοινή δήλωση φορολογίας εισοδήματος
- για να δείξει πιο έντονα μια διαφωνία ή να υπογραμμίσει μια ουσιαστική
- κατέβηκαν αυτή τη φορά στις εκλογές με χωριστούς υποψηφίους
- οι υποθέσεις διαχωρίστηκαν και για το φόνο θα γίνει χωριστή δίκη στο Κακουργιοδικείο
- ήθελε συζήτηση εφ' όλης της ύλης, αλλά του είπα ότι ειδικά τα περιουσιακά είναι χωριστό θέμα
- αλλ ο νους είναι απαθής και χωριστός των αισθητών (Αριστοτέλης)
- για να δείξει κάτι που γίνεται μεμονωμένα από έναν εταίρο, άτομο ή χώρα, και που η ενέργειά του να συνάψει συμφωνία με τρίτους είναι συχνά εις βάρος των άλλων εταίρων του
- έκανε χωριστή συμφωνία για το οικόπεδο με τον εξάδελφό του και οι υπόλοιποι δεν ξέραμε τίποτα
- προχώρησε σε χωριστή σύναψη ειρήνης με τους Ρώσους για να καλύψει τα νώτα του
- για να δείξει σειρά ενεργειών που δεν πρέπει να γίνουν ταυτόχρονα
- βάλε χωριστά τα αυγά, αλλιώς δεν θα πετύχει η συνταγή
Επεξεργασία
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- χωριστός < χωρίζω χωρισ- + -τός
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ νέα ελληνικά: χωριστός
ΕπίθετοΕπεξεργασία
χωριστός,ή,όν
- κεχωρισμένος, χωριστός
- νοητά διακρινόμενος, διαφορετικός ως προς κάτι (συνήθως + δοτική)
- χωριστόςλόγῳ ἢ τόπῳ
- χωριστός μεγέθει
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «χωριστός» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- «χωριστός» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.