Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

χωριστώ

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος χωρίζομαι
  2. θα χωριστώ: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος χωρίζομαι