Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ενταγμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ενταγμέν
ος
η
ενταγμέν
η
το
ενταγμέν
ο
γενική
του
ενταγμέν
ου
της
ενταγμέν
ης
του
ενταγμέν
ου
αιτιατική
τον
ενταγμέν
ο
την
ενταγμέν
η
το
ενταγμέν
ο
κλητική
ενταγμέν
ε
ενταγμέν
η
ενταγμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ενταγμέν
οι
οι
ενταγμέν
ες
τα
ενταγμέν
α
γενική
των
ενταγμέν
ων
των
ενταγμέν
ων
των
ενταγμέν
ων
αιτιατική
τους
ενταγμέν
ους
τις
ενταγμέν
ες
τα
ενταγμέν
α
κλητική
ενταγμέν
οι
ενταγμέν
ες
ενταγμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ενταγμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
εντάσσω
Μετοχή
επεξεργασία
ενταγμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
εντάσσω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ενταγμένος
γαλλικά
:
intégré
(fr)
,
inséré
(fr)