Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ενταγμένος η ενταγμένη το ενταγμένο
      γενική του ενταγμένου της ενταγμένης του ενταγμένου
    αιτιατική τον ενταγμένο την ενταγμένη το ενταγμένο
     κλητική ενταγμένε ενταγμένη ενταγμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ενταγμένοι οι ενταγμένες τα ενταγμένα
      γενική των ενταγμένων των ενταγμένων των ενταγμένων
    αιτιατική τους ενταγμένους τις ενταγμένες τα ενταγμένα
     κλητική ενταγμένοι ενταγμένες ενταγμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ενταγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εντάσσω

  Μετοχή επεξεργασία

ενταγμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη εντάσσω

  Μεταφράσεις επεξεργασία