ἰδικός
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ἰδικός | ἰδική | ἰδικόν | ἰδικοί | ἰδικαί | ἰδικά |
Γενική | ἰδικοῦ | ἰδικῆς | ἰδικοῦ | ἰδικῶν | ἰδικῶν | ἰδικῶν |
Δοτική | ἰδικῷ | ἰδικῇ | ἰδικῷ | ἰδικοῖς | ἰδικαῖς | ἰδικοῖς |
Αιτιατική | ἰδικόν | ἰδικήν | ἰδικόν | ἰδικούς | ἰδικάς | ἰδικά |
Κλητική | ἰδικέ | ἰδική | ἰδικόν | ἰδικοί | ἰδικαί | ἰδικά |
Δυικός | Αρσενικό-Ουδέτερο | Θηλυκό | ||||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ἰδικώ | ἰδικά | ||||
Γενική-Δοτική | ἰδικοῖν | ἰδικαῖν |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ἰδικός < εἰδικός < αρχαία ελληνική εἶδος
- ἰδικός < αρχαία ελληνική ἴδιος < ἕ + -δ- + -ιος
ΕπίθετοΕπεξεργασία
ἰδικός