δικός μου
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | δικός μου | η | δική μου & δικιά μου |
το | δικό μου |
γενική | του | δικού μου | της | δικής μου & δικιάς μου |
του | δικού μου |
αιτιατική | τον | δικό μου | τη | δική μου & δικιά μου |
το | δικό μου |
κλητική | δικέ μου | δική μου & δικιά μου |
δικό μου | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | δικοί μου | οι | δικές μου | τα | δικά μου |
γενική | των | δικών μου | των | δικών μου | των | δικών μου |
αιτιατική | τους | δικούς μου | τις | δικές μου | τα | δικά μου |
κλητική | δικοί μου | δικές μου | δικά μου | |||
Κατηγορία όπως «θηλυκός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΑντωνυμία
επεξεργασίαδικός μου, δική μου / δικιά μου, δικό μου
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ίδιος