Δείτε επίσης: look-and-feel
      ενικός         πληθυντικός  
look and feel looks and feels

  Ετυμολογία

επεξεργασία
look and feel < → δείτε τις λέξεις look, and και feel
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ολλανδικά: look-and-feel

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˌlʊk ən ˈfiːl/

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

look and feel (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • σπανίως η άλλη μορφή του πληθυντικού look and feels ενδέχεται να βρεθεί