Δείτε επίσης: looksee

  Ετυμολογία

επεξεργασία
look-see < (άμεσο δάνειο) πίντζιν αγγλικά look-see < ρήματα look + see.[1] (μαρτυρείται από το 1865[1] ή το 1883[2])

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˌlʊkˈsiː/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
look-see look-sees

look-see (en)

  1. (ανεπίσημο, μόνο στον ενικό) η γρήγορη ματιά πάνω σε κάτι
     συνώνυμα: peek, glance
  2. ο σκοπός, αυτός που φυλάει σκοπιά
     συνώνυμα: lookout, lookout man

Άλλες μορφές

επεξεργασία
ενεστώτας look-see
γ΄ ενικό ενεστώτα look-sees
αόριστος look-saw
παθητική μετοχή look-seen
ενεργητική μετοχή look-seeing
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

look-see (en)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 look-see - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
  2. look-see - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)