look-see
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- look-see < (άμεσο δάνειο) πίντζιν αγγλικά look-see < ρήματα look + see.[1] (μαρτυρείται από το 1865[1] ή το 1883[2])
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
look-see | look-sees |
look-see (en)
Άλλες μορφές επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | look-see |
γ΄ ενικό ενεστώτα | look-sees |
αόριστος | look-saw |
παθητική μετοχή | look-seen |
ενεργητική μετοχή | look-seeing |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
look-see (en)
Άλλες μορφές επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- look-see - Cambridge Dictionary online