looksee
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
looksee | looksees |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαlooksee (en)
- άλλη μορφή του look-see
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | looksee |
γ΄ ενικό ενεστώτα | looksees |
αόριστος | looksaw |
παθητική μετοχή | lookseen |
ενεργητική μετοχή | lookseeing |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
looksee (en)
- άλλη μορφή του look-see