Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
glare glares

glare (en)

  1. πολύ δυνατή, δυσάρεστη λάμψη
  2. η άγρια/βλοσυρή ματιά
    ⮡  I look at someone with a glare.
    Ρίχνω μια άγρια ματιά σε κάποιον.
     συνώνυμα: scowl, → και δείτε τη λέξη look
ενεστώτας glare
γ΄ ενικό ενεστώτα glares
αόριστος glared
παθητική μετοχή glared
ενεργητική μετοχή glaring

glare (en)

  1. αγριοκοιτάζω, κοιτάζω άγρια με θυμό
    ⮡  The prisoner glared at the judge.
    Ο κρατούμενος αγριοκοίταξε το δικαστή.
    ⮡  They stood and glared at each other.
    Στάθηκαν κι αγριοκοιτάχτηκαν.
    ⮡  They stood in the doorway glaring fiercely at each other.
    Στάθηκαν στην πόρτα κοιτάζοντας άγρια ο ένας τον άλλον.
     συνώνυμα: glower, scowl
  2. λάμπω πολύ δυνατά και δυσάρεστα

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 7, 457-458, 529. ISBN 9780194325684. , λήμμα: αγριοκοιτάζω, κοιτάζω, ματιά