Δείτε επίσης: lookup
ενεστώτας look up
γ΄ ενικό ενεστώτα looks up
αόριστος looked up
παθητική μετοχή looked up
ενεργητική μετοχή looking up

  Ετυμολογία

επεξεργασία
look up < → δείτε τις λέξεις look και up

look up (en)

  1. (ανεπίσημο) βελτιώνω, αρχίζω να κινούμαι, αρχίζω να παίρνω επάνω μου
    ⮡  Business is looking up.
    Το εμπόριο άρχισε να κινείται/να παίρνει επάνω του.
  2. (ανεπίσημο, χωρίς παθητική φωνή) περνάω να δω κάποιον, ειδικά αν έχει περάσει πολύς καιρός από την τελευταία φορά που συναντηθήκαμε
    ⮡  You should look us up when you come to Athens.
    Πρέπει να περάσεις να μας δεις όταν έρθεις στην Αθήνα.
  3. ανατρέχω, ψάχνω

Συγγενικά

επεξεργασία