look up
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | look up |
γ΄ ενικό ενεστώτα | looks up |
αόριστος | looked up |
παθητική μετοχή | looked up |
ενεργητική μετοχή | looking up |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαlook up (en)
- (ανεπίσημο) βελτιώνω, αρχίζω να κινούμαι, αρχίζω να παίρνω επάνω μου
- ⮡ Business is looking up.
- Το εμπόριο άρχισε να κινείται/να παίρνει επάνω του.
- ⮡ Business is looking up.
- (ανεπίσημο, χωρίς παθητική φωνή) περνάω να δω κάποιον, ειδικά αν έχει περάσει πολύς καιρός από την τελευταία φορά που συναντηθήκαμε
- ⮡ You should look us up when you come to Athens.
- Πρέπει να περάσεις να μας δεις όταν έρθεις στην Αθήνα.
- ⮡ You should look us up when you come to Athens.
- ανατρέχω, ψάχνω
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- look up - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 448-449, 643-644, 692-695. ISBN 9780194325684., λήμμα: κινώ, παίρνω, περνώ